τομπογγάνιγκ

τομπογγάνιγκ
το, Ν
άκλ. (αθλ.) το άθλημα τής κατάβασης μιας πλαγιάς που καλύπτεται από χιόνι ή τεχνητό πάγο, όταν αυτή γίνεται με ένα έλκηθρο χωρίς παγοπέδιλα, το οποίο ονομάζεται τόμπογγαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tobogganing < ρ. toboggan < toboggan «είδος έλκηθρου» < γαλλ. καναδικό tobogan / tobagan(e), λ. αλγκονκικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”